Читать онлайн книгу «ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ» автора Saša Robnik

ΑΠΟΔΟΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Saša Robnik
Τρεις ιστορίες, τρεις δυσοίωνες μοίρες, τρεις απονομές δικαιοσύνης.
Ικετεύουν οι νεκροί για συγχώρεση των ενοχών τους κι επιθυμούν εκδίκηση εναντίον των κακοποιών τους; Μπορούν οι ζωντανοί να πάρουν εκδίκηση στη μετά θάνατον ζωή; Οι απαντήσεις δίνονται σε φαινομενικά αντίθετα περιστατικά, συνδεδεμένα από τον ψυχρό θυμό, την ανυπόφορη ενοχή και τις απύθμενες τύψεις.


Saša Robnik

ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Μεταφρασμενο Eleni Goula
© 2021 -Saša Robnik



Ορυχείο K-14, Άζρα

Πληρώνω τον λογαριασμό, φοράω τον μπουφάν και αφήνω το μέρος των τεμπέληδων και των καταδικασμένων. Οι φωνές τους παρέμεναν καθώς περπατούσα τη νύχτα στο υγρό πεζοδρόμιο. Το φως νέον της παμπ αναμειγνύεται με τα βήματά μου στο τσιμέντο.

Η νύχτα είναι αψεγάδιαστη σαν χαμόγελο νεογέννητου παιδιού. Την εισπνέω όσο αντέχουν τα πνευμόνια μου κι είναι ανακουφιστικό που ο μαύρος αέρας αποβάλλει τα δηλητήρια που διείσδυσαν στο σώμα μου μέσα στο μπαρ, κι όμως ήξερα κι ακόμα ξέρω: δεν υπάρχει μεγαλύτερο δηλητήριο από τις τύψεις και τις ενοχές που με στοιχειώνουν. Το αλκοόλ δεν είναι θεραπεία, είναι μία καθυστέρηση της αγωνίας που συνέτριψε τον εσωτερικό σου κόσμο, κι όμως, το αλκοόλ σε κάνει να ξεχνάς για λίγο αν δεν είσαι μόνος, κι αν είσαι, εντείνει το δηλητήριο με κάθε γουλιά.

Καθώς ξεκλειδώνω την πόρτα κι ανάβω το φως, ο διάδρομος με χαιρετά με την κενότητα του και τη γυμνή λάμπα που το φως της κάνει τα πάντα ανατριχιαστικά. Κρεμώντας το μπουφάν και βγάζοντας τα παπούτσια μου διστάζω, ξέροντας ότι είναι εκεί, παραμονεύοντας, πιο συχνά στο υπνοδωμάτιο, μερικές φορές στην κουζίνα, σπάνια στο μπάνιο και τις περισσότερες φορές στο σαλόνι.

Βρίσκεται εκεί, με το πράσινο παλτό του, το άσπρο παντελόνι του και ένα καπέλο στο κεφάλι του, και στέκεται στη γωνία κοιτάζοντας τον τοίχο. Πάντα κοιτάζει τον τοίχο, δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του. Μερικές φορές, θέλω, αλλά δεν τον κάνω να γυρίσει και δεν έχω το κουράγιο να τον αγγίξω. Ο φόβος του άγνωστου είναι πιο δυνατός από την επιθυμία μου.

Γνωρίζω το όνομά του, μάρτυς μου ο Θεός πόσες φορές τον ικέτευσα να με κοιτάξει στα μάτια, αλλά κάθε φορά αποδεικνύεται μάταιο.

Κάθισα στον καναπέ κι άνοιξα την τηλεόραση. Οι εικόνες της οθόνης και η φωνή του παρουσιαστή λικνίζονταν στη συνείδησή μου. Το φως από την οθόνη ακτινοβολεί σε όλο το σαλόνι όπου κάθομαι ανίκανος να κάνω οτιδήποτε καθώς η μνήμη μου αναπηδά στο πώς ήταν και πώς θα ήταν. Μία αρρωστημένη μοίρα έγινε η ενοχή μου. Και δική του. Και δική μας.
Έπαψα να παρατηρώ τη μυρωδιά γύρω του πριν από καιρό, η σκληρή και διαπεραστική μυρωδιά κάρβουνου και σκόνης, τυπική κάθε ανθρακωρύχου, γεμίζει τώρα τα ρουθούνια μου και μου φέρνει μνήμες στο μυαλό. Τις απορρίπτω, δεν είναι καλοδεχούμενες. Διαφημίσεις διαδέχονται η μία την άλλη στην τηλεόραση και με κατακλύζει η κούραση. Ανυπομονώ να πέσω για ύπνο, μου φέρνει ανακούφιση και λήθη που εξαφανίζονται με το πετάρισμα του ματιού, ανάμεσα στο σκοτάδι και το ξύπνημα. Καθώς κλείνουν τα βλέφαρά μου και με αγκαλιάζει ο ύπνος, τον ακούω να κλαίει. Κλαίει με αναφιλητά. Έτσι μου λέει κάθε βράδυ.

Με ξυπνάει το ξυπνητήρι. Αργά και ξέγνοιαστα ετοιμάζομαι για τη δουλειά και δεν αργώ ποτέ. Η μυρωδιά του καφέ και ο ήλιος που εισβάλλει από τις μισάνοιχτες κουρτίνες φέρνει μία καινούρια μέρα. Εξαφανίστηκε από τη γωνία, πιθανόν να είναι στον διάδρομο. Έκλεισα το μάτι της κουζίνας, πήρα την κούπα μου, πήγα στον καναπέ και τέντωσα τον λαιμό μου. Εκεί είναι, ψιθυρίζοντας στον τοίχο, γρήγορα κι ακατάληπτα. Άναψα τσιγάρο και ανέβασα τη φωνή. Λένε ότι θα έχει ωραία μέρα σήμερα, χωρίς χιόνι.

Με λίγη προσπάθεια, η μηχανή πασχίζει να πάρει μπρος και να βγει από την παγωμένη νάρκη της. Με τρελή πίεση στο πετάλι, τα καταφέρνει. Την άφησα ανενεργή και άρχισα να βγάζω τον πάγο από το παρμπρίζ. Καθώς τα χέρια μου τινάζονται από τον πάγο, το βλέμμα μου πάει στο παράθυρο του τετάρτου ορόφου και μου φαίνεται ότι μπορώ να δω τη σιλουέτα του να φωτίζεται από τον χειμωνιάτικο ήλιο κι είμαι σίγουρος ότι με παρακολουθεί, κρυμμένος πίσω από τη γκρι κουρτίνα.

Βγαίνω από το αμάξι και βλέπω τους μαθητευόμενους μου, νεαρά αγόρια που μόλις αποφοίτησαν από το σχολείο. Πίνουν καφέ και μιλάνε για την Πρωτοχρονιά. Άκουσα ότι έχουν σχέδια με κάποια κορίτσια, γελώντας με χαρά.

Αφού με χαιρέτησαν ευγενικά, μου έβαλαν ένα φλιτζάνι καφέ κοιτώντας με απορημένο βλέμμα. Έγνεψα κι έστειλα τον Γκόραν στο γραφείο. Επιστρέφει με ένα μπουκάλι αλκοόλ και ποτήρια, βάζει σε όλους και κάνουμε πρόποση για τη νέα χρονιά.

– «Άλλο ένα;»

Είναι καλά αγόρια, κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους και άρχισαν να μιλάνε για τη δουλειά, οπότε τους ανέθεσα εργασίες. Ο Ιβίκα πρέπει να ερευνήσει το VW Golf, ο ιδιοκτήτης είναι ανυπόμονος και θέλει να πάει στο Βελιγράδι. Το Peugeot, που είναι στον γρύλο από χθες το βράδυ, ανατέθηκε στον Γκόραν. Πρέπει να αντικαταστήσει τα τακάκια και τα καλώδια του χειρόφρενου. Το Fiat θα το αναλάβω μόνος μου μόλις ο Μπόρις βγάλει την κεφαλή κυλίνδρου από τον μύλο. Θα δουλέψει μόνος του, αλλά θα τον επιτηρώ. Είναι δουλειά ακριβείας, πρέπει να τοποθετήσει σωστά τη ζώνη του οδηγού ώστε να μη γλιστρήσει και σπάσει τις βαλβίδες.

Επιτέλους, έφτασε ο Στόγιαν. Δεν είμαι θυμωμένος που άργησε, μένει αρκετά μακριά από το συνεργείο. Χωρίς λέξη, αρχίζουν να δουλεύουν. Όπως είπα, είναι καλά παιδιά.

Δημοφιλή τραγούδια από το ραδιόφωνο κατακλύζουν το συνεργείο. Τα παιδιά απολαμβάνουν να ακούνε μουσική ενώ δουλεύουν, δεν υπάρχει κάτι να παραπονιέμαι. Μερικές φορές, δεν ακούω το τηλέφωνο στο γραφείο, αλλά δεν είναι όλα τέλεια. Έχουν αυτή τη χαρά της νεότητας και δεν θέλω να τους τη στερήσω.

Όπως μου τη στέρησαν εμένα.

- «Καλή μέρα, αφεντικό!»

Μία άγνωστη φωνή αντηχεί στο συνεργείο. Γυρίζω κι αφήνω τον Μπόρις μόνο του, δεν χρειάζεται επιτήρηση καθώς μπορεί να βάλει το κάλυμμα της βαλβίδας μόνος του.

Χαιρετώ τον νεοφερμένο και τον κοιτάω στα γρήγορα. Τσιγγάνος, νέος. Οι τσιγγάνοι είναι καλοί πελάτες, εκτιμούν τη δουλειά των ειδικών και πάντα αφήνουν φιλοδώρημα. Πίσω του, υπάρχει ένα αρχαίο Fiat που κουδουνίζει ακανόνιστα κι αναρωτιέμαι πώς κυκλοφορεί ακόμη στους δρόμους.

Το αμάξι με κοιτάει απειλητικά με τους διπλούς προβολείς του, προκαλώντας μου μία πλημμύρα από μνήμες που με έβαλαν στα μπαρ, ανάμεσα σε ανθρώπους κι αλκοόλ, προσπαθώντας να ξεφύγω. Η καρδιά μου χτυπά πιο δυνατά καθώς τον πλησιάζω. Δεν μπορεί, φωνάζει κάθε πόρος του σώματός μου. Σαν να οδήγησε ο διάβολος αυτό το όχημα στο συνεργείο, απόλαυσε την σκηνή και με προειδοποίησε ότι δεν υπάρχει η λήθη.

Τα πλαϊνά ήταν χαλασμένα, το χρώμα ξεθωριασμένο και ο σκελετός είχε υποστεί διάβρωση. Ο μπροστινός προφυλακτήρας είχε αντικατασταθεί. Ανόμοια, το βαθούλωμα στον σκελετό δείχνει έλλειψη προσοχής και ρηχή συντήρηση. Τα πρόσεξα όλα ασυνείδητα, η εμπειρία μου ως μηχανικός με οδήγησε συστηματικά, αλλά επανέφερε και τις μνήμες. Σαν από μακριά, ο τσιγγάνος μιλά ικετευτικά για τη μίζα, την ώθηση του αμαξιού, τη μιζέρια και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η φωνή του χάνεται στον κατακλυσμό του θυμού, της μνήμης και των ενοχών.

Άνοιξα την πόρτα κι εξέτασα το εσωτερικό. Τα ίδια καθίσματα είναι εκεί, ανέγγιχτα όλα αυτά τα χρόνια. Μία μεγάλη γρατζουνιά στο ταμπλό, μία λευκή μπάλα με μαύρες κουκκίδες στις ταχύτητες και ένα αυτοκόλλητο Στρουμφίτα κάτω από το ραδιόφωνο.

Το αυτοκόλλητο που είχα βάλει εδώ και πολύ καιρό.

Μαύρα σύννεφα άρχισαν να στροβιλίζονται μπροστά μου και το αίμα βούιζε στα αυτιά μου. Πήρα μία βαθιά ανάσα και απευθύνθηκα στον τσιγγάνο που συνέχιζε να μιλάει:
-«...είναι δύσκολο, φίλε μου, δεν μπορούμε να σπρώξουμε το αμάξι πια, σε ικετεύω, όποια κι αν είναι η τιμή...»
-«Όχι!» Η κραυγή βγήκε αυθόρμητα, δεν ήθελε να κοιτάξω ούτε αυτόν ούτε το αμάξι επειδή μού προκαλεί πολύ πόνο.
Με κοιτάζει φοβισμένα.
-«Πάρε από δω αυτό το αμάξι! Δεν θέλω να φτιάξω ένα σαράβαλο!» Φώναξα και γύρισα την πλάτη μου. Τα αγόρια στέκονταν στην είσοδο του συνεργείου, με τα εργαλεία στα χέρια τους, έκπληκτα από την αηδία μου.
Μετά, έτρεξα στο γραφείο μου, κοντά στο μπουκάλι. Πίσω μου, ο τσιγγάνος καταριόταν, μπήκε στο αμάξι κι έφυγε.
Η συνήθεια του να πίνεις το πρωί. Πας στη δουλειά, είσαι με άλλα άτομα και δεν το χρειάζεσαι. Τώρα, το έχω ανάγκη.

Θυμωμένος άνοιξα ένα συρτάρι από το λαδωμένο γραφείο, βρήκα μία ξεθωριασμένη φωτογραφία κάτω από έναν σωρό φακέλους και κοίταξα το πρόσωπο ενός νεαρού στρατιώτη, μικρότερου από 19 ετών.
Στο κεφάλι του φορούσε το Τιτόφκα, ένα καπέλο με το κομμουνιστικό αστέρι και στο παρασκήνιο βαγόνια τρένων. Τα μάτια του είναι σοβαρά και μαύρα, τα μάγουλά του ρουφηγμένα.

Ο πατέρας μου. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν γεννηθώ.
Μνήμες από την παιδική μου ηλικία ξεπηδούν:
Ο μπαμπάς γυρίζει σπίτι από τη δουλειά. Καθόμαστε σε μία κουβέρτα στον κήπο του μικρού και σεμνού σπιτιού μας και παίζουμε με τη μικρή μου αδερφή. Έρχεται μέσα από την πύλη. Το πλατύ του χαμόγελο μάς προσκαλεί να τρέξουμε κοντά του. Σηκώνει την αδερφή μου πάνω από το κεφάλι του κι αυτή γελάει χαρούμενα. Αγκαλιάζω το πόδι του καθώς ακόμη δεν φτάνω τη ζώνη από τη μαύρη στολή του ανθρακωρύχου. Η δυσωδία από το ορυχείο μάς κατακλύζει. Παίζει μαζί μας, τρέχουμε σε όλον τον κήπο βγάζοντας φωνές. Η μητέρα βγαίνει στο μπαλκόνι και μας φωνάζει για δείπνο.

Άνοιξε η πόρτα του γραφείου. Μπήκε μέσα ο Γκόραν και αναρωτιόταν αν μπορούσα να τους αφήσω να φύγουν νωρίτερα για να ετοιμαστούν για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Συμφώνησα κι έβαλα κι άλλο αλκοόλ στο ποτήρι μου. Τα αγόρια εμφανίστηκαν, άλλαξαν τα ρούχα τους και μου ευχήθηκαν. Μπορώ να πω ότι με κοιτάνε περίεργα, αλλά είναι ευλογία που δεν μπορούν να νιώσουν τον τρόμο που με στοιχειώνει, ο τρόμος που ήρθε μία Παραμονή Πρωτοχρονιάς πριν πολύ καιρό.

Την επόμενη ώρα, τελείωσα τη δουλειά, καθάρισα το συνεργείο και χαιρέτησα τους κατόχους των αυτοκινήτων. Πλήρωσαν τους λογαριασμούς, μου ευχήθηκαν και με άφησαν να υποδεχθώ τη νέα χρονιά. Έφυγε το τελευταίο όχημα κι έμεινα επιτέλους μόνος μου.

Καθώς άλλαζα, το δωμάτιο γέμισε με τη μυρωδιά κάρβουνου και σκόνης.
Νόμιζα ότι το συνήθισα, αλλά κυρίως στο σπίτι, όχι έξω. Μόλις έφυγα από το ορφανοτροφείο πριν τρεις δεκαετίες με ένα δίπλωμα στην τσέπη μου και τη διεύθυνση του συνεργείου που θα δούλευα, ήταν πάντα στο σπίτι. Γυρίζω αργά και βλέπω την πλάτη του. Με το κεφάλι σκυμμένο, στέκεται στον τοίχο βλέποντας μία αφίσα μίας λαμπερής κόκκινης Ferrari.
«Τι κάνεις εδώ;» Δεν απαντά. Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε ποτέ απάντηση.
Το μυαλό μου τρέχει σαν τρελό, βάζω και τρίτο ποτήρι να πιω και ανάβω τσιγάρο. Τα δάχτυλά του αρχίζουν να κάνουν κρακ κι ο ήχος αντηχεί σε όλο το γραφείο. Καμιά φορά, σταματά και τρίβει τα μάτια του. Ή τα δάκρυά του. Με κατακλύζει ο πειρασμός να τον ακουμπήσω, ποτέ δεν το τόλμησα, αλλά τώρα οι συνθήκες άλλαξαν.
Τα δάχτυλα μου φτάνουν μέχρι των ώμο του πράσινου παλτό και σταματούν. Γυρίζει απότομα το κεφάλι του και το κρακ των δαχτύλων σταματά.
Μέσα σε απελπισία, φεύγω από το γραφείο, κλειδώνω το συνεργείο, μπαίνω στο αμάξι και οδηγώ με τα λάστιχα να τσιρίζουν.

Είμαι κολλημένος στην κίνηση για είκοσι λεπτά. Έγινε ατύχημα στη διασταύρωση, βλέπω τα μπλε περιστρεφόμενα φώτα στο σούρουπο. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο, μισανοίγω το παράθυρο και καταριέμαι τους μεθυσμένους οδηγούς που πίνουν στο γραφείο τους και μετά οδηγούν.
Στο πεζοδρόμιο στέκεται μία γυναίκα με τα δύο της παιδιά. Οι δύο κρατάνε δώρα και μπαλόνια κι έχουν σοβαρή έκφραση στα πρόσωπά τους. Πρέπει να σκέφτονται μανιωδώς τι έχουν μέσα τα κουτιά των δώρων που τους έδωσαν στο νηπιαγωγείο. Χαμογελάω με τις εκφράσεις τους και βυθίζομαι στο παρελθόν.
Οι φίλοι του μπαμπά κάθονται στον κήπο. Η μαμά σερβίρει σνακ και ο μπαμπάς βάζει μπίρα. Εμείς τα παιδιά παίζουμε ποδόσφαιρο κι είμαστε αρκετά για να φτιάξουμε δύο ομάδες.
Ο μπαμπάς κορδώνεται από περηφάνια. Μπροστά από το σπίτι βρίσκεται ένα ολοκαίνουριο Fiat που λαμπυρίζει στον ήλιο κι ο πατέρας κάνει το τραπέζι στους ανθρακωρύχους φίλους του. Κάνουν πρόποση και του εύχονται να είναι καλοτάξιδο. Καθώς περνάει η ώρα, η κουβέντα σοβαρεύει, σαν σύννεφα από γραφίτη να περιβάλλουν το τραπέζι και να γεμίζουν τα μάτια των φίλων του. Δεν κάνουν πια πρόποση, δεν γελάνε, τα πρόσωπά τους σκληραίνουν όπως οι πέτρες στα ορυχεία. Μόνο η μυρωδιά του κάρβουνου παραμένει ίδια στον κήπο μας.
Η μπάλα πέφτει στο τραπέζι κι αναποδογυρίζει ένα ποτήρι. Μπίρα χύνεται στο λευκό τραπεζομάντιλο και επιπλέει κάτω από τα πιάτα. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά στο στήθος μου και το στομάχι μου γίνεται κόμπος. Ήσυχα, ο πατέρας μου σηκώνει την μπάλα. Τα μάτια του με καλούν.

Διστακτικά, πηγαίνω προς το τραπέζι περιμένοντας να με χαστουκίσει. Τα μαλλιά μου στο πίσω μέρος του λαιμού μου φούντωσαν από την προσδοκώμενη σφαλιάρα, η οποία, όμως, δεν ήρθε ποτέ.
Αφηρημένα, μου δίνει την μπάλα. Παραμένω μπερδεμένος και δεν κουνιέμαι καθώς ακούω τη συζήτηση:
- «Σας λέω, ο ίδιος ο διάβολος κυκλοφορεί στο Άζρα».
– «Νουσρέτ, μην είσαι χαζός. Τι σε έπιασε;»
– «Έχει δίκιο, έσκαβα κι εγώ εκεί χθες. Είναι επικίνδυνη δουλειά».
– «Είσαι τρελός, πώς γίνεται το ορυχείο να είναι διαβολικό; Μπράνκο, δούλευες εκεί, τι έχεις να πεις»;
– «Ξέρεις ακριβώς τι μου συνέβη».
– «Βλακείες!»
Τα παιδιά μού ζήτησαν να συνεχίσουμε το ποδόσφαιρο και καθώς άρχισα να φεύγω, άκουσα τον πατέρα μου να λέει:
– «Δεν ξέρω τι να πω, με έβαλαν εκεί, το έχω και γραπτώς, ορυχείο Κ-14, ονόματι Άζρα, όλον τον Δεκέμβριο και δεν έχω καλό προαίσθημα. Αλλά ας κάνουμε μία πρόποση, στον διάολο μ' αυτές τις ιστορίες!»
Ένα ανυπόμονο αμάξι κορνάρει πίσω μου. Αφήνω τις αναμνήσεις, βάζω μπρος το αμάξι, οδηγώ στη στολισμένη πόλη και αναπνέω καθαρό αέρα από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα. Όλοι τρέχουν βιαστικά να πάνε κάπου, με χαμόγελα και γεμάτες τσάντες. Σταματώ μπροστά από ένα σούπερ μάρκετ. Είμαι πολύ τυχερός που βρίσκω διαθέσιμο πάρκινγκ.
Η ζεστασιά κι η γλυκιά μουσική δεν με χαλαρώνει κι αναρωτιέμαι για χιλιοστή φορά αν ο διάβολος στο ορυχείο Άζρα, μακριά στη Σερβία, ευθύνεται για τον τρόμο που σημάδεψε τη ζωή μου και πήρε μακριά όλους όσους νοιαζόμουν. Ή ήταν ιστορίες για ματαιόδοξους ανθρακωρύχους; Απελπισμένα προσπαθώ να καταλάβω τα ακατανόητα. Είναι εκεί και με περιμένει, πρώτη φορά που αφήνει το διαμέρισμα. Δεν είμαι τρελός, είμαι σίγουρος γι' αυτό όσο σίγουρος είμαι ότι αύριο είναι μία καινούρια μέρα.

Συμπεραίνω ότι η ξαφνική εμφάνιση του παλιού μας αυτοκινήτου πυροδότησε αυτές τις σκέψεις.
Και τον ανάγκασε να βγει από το διαμέρισμα.

Χτυπάει το κινητό μου. Αυτή θα είναι, είμαι σίγουρος.
– «Έλα απόψε. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς».
Θέλω να είμαι μαζί της, την παραμέλησα και εκπλήσσομαι που μου τηλεφώνησε.
– «Δεν θα είμαι καλή παρέα, όχι απόψε, απάντησα». Έβαλα τα λαχανικά στο καρότσι. Δεν ξεχνώ και το αλκοόλ.
– «Το καταλαβαίνω, αλλά και πάλι έλα. Είναι καιρός να ξεφορτωθείς τις άσχημες αναμνήσεις, για τον Θεό, πέρασαν τόσα χρόνια!»
Στη σιωπή, ακούω την αναπνοή της. Ξέρει ότι αμφιβάλλω κι ότι είναι αχρείαστο να προσπαθεί να με πείσει. Με κάνει να παλέψω μεταξύ επιθυμίας και τόλμης. Μία χαμένη μάχη.

– «Όχι, γλυκιά μου, δεν μπορώ, συγγνώμη».
– «Το ήξερα, άλλα είπα να προσπαθήσω. Θα έρθεις για μεσημεριανό αύριο;»
– «Φυσικά. Σου εύχομαι τα καλύτερα. Σ' αγαπώ».
Το έκλεισα, πήγα στο ταμείο κι αναρωτιόμουν για την επιμονή της. Είναι μόνη της με το παιδί της και δεν θέλω να είμαι περιτριγυρισμένος από παιδιά. Όχι απόψε. Αυτό λέγεται αγάπη. Τυφλή αγάπη, γυναικεία υπόθεση.
Απόψε αποφεύγω το μπαρ. Ένα μεθυσμένο γέλιο από το εσωτερικό με απωθεί στο να εισέλθω, αλλά δεν θέλω να πάω σπίτι γι' αυτό που με περιμένει εκεί και αυτό που προκαλεί αυτό το κάτι.
Ωστόσο, πάω κατευθείαν σπίτι. Σκέφτομαι τα αγόρια για μία στιγμή. Πρέπει να ετοιμάζονται να πάνε στο πάρτι. Ξέγνοιαστα και χαρούμενα, μακριά από το σκοτάδι που αποπνέει το Άζρα. Αν υπήρχε κέντρο συγκέντρωσης ευχών για τη νέα χρονιά, θα είχα στείλει μία με τον τίτλο «Επείγον». Αφήστε το ορυχείο Άζρα Κ-14 να καταρρεύσει με όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς.

Καθώς μπαίνω στο διαμέρισμα κι αφήνω τα λαχανικά, ετοιμάζομαι για μπάνιο. Το μπάνιο γεμίζει ατμούς αμέσως. Τρίβομαι δυναμικά, η δυσωδία του μηχανικού λαδιού είναι σε κάθε πόρο του σώματός μου. Η δυσωδία της σκληρής δουλειάς, όπως του πατέρα μου.

Στέκεται δίπλα στο πλυντήριο, με γυρισμένη την πλάτη. Μέσα στους ατμούς δεν μπορώ να δω τι κάνει με τα χέρια του και μέσα στο νερό δεν μπορώ να ακούσω αν ψιθυρίζει. Πάντα ψιθυρίζει, δεν μιλάει δυνατά.

Στην κουζίνα, βάζω ένα σφηνάκι για συντροφιά μέχρι να ετοιμάσω το δείπνο. Η τηλεόραση φωτίζει το δωμάτιο όπου δεν ανάβω τα φώτα. Νιώθω πιο άνετα στο σκοτάδι όπως κι αυτός, νομίζω. Κρύβεται στις σκιές οπότε δεν μπορώ να τον δω, ακόμα κι όταν θέλει να γίνει ορατός.
Όπως κόβω το κρέας με ένα μεγάλο, κοφτερό μαχαίρι, μία στιγμή απροσεξίας είναι αρκετή για να ματώσει το δάχτυλό του. Καταριέμαι και το βάζω κάτω από κρύο νερό. Μία γραμμή αίματος έχει κολλήσει στο μαχαίρι.
Δεν υπήρχε νερό εκείνη τη νύχτα για να ξεπλύνει το αίμα. Η πισίνα αίματος ήταν στην κουζίνα κι ήταν εκεί στην πισίνα, όλα τους. Κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω αυτές τις σκέψεις, έβαλα τσιρότο στο δάχτυλο, έβαλα άλλο ένα σφηνάκι και συνέχισα να φτιάχνω το κρέας. Κάθε κόψιμο μού υπενθυμίζει τις πληγές που είδα και προκάλεσα.
Άζρα. Διαβολικό. Αυτός.
Τελείωσα το ποτό μου κι έβαλα άλλο ένα.
Δεν ήμουν ποτέ στο ορυχείο, παρά τις εκκλήσεις στον πατέρα μου. Μπορούσε να προβλέψει το μυστικό του Άζρα και γι' αυτό δεν με πήγαινε εκεί, τώρα το ξέρω. Οι ανθρακωρύχοι το αντιλαμβάνονταν αυτό και ήθελα ελέγξω το ορυχείο μετά την επίσκεψή τους και τη σύντομη συζήτηση στο τραπέζι.
Και τώρα πίνω από το μπουκάλι.
Καταραμένο Fiat. Από όλα τα συνεργεία στη Σερβία, διάλεξε το δικό μου. Το Άζρα τον οδήγησε για να μου το θυμίσει. Μετά από μία ακόμη γουλιά, βάζω το κρέας στον φούρνο και πάω το πιάτο για σνακ στο δωμάτιο. Η τηλεόραση δείχνει το πρόγραμμα της Πρωτοχρονιάς, όπως εκείνη τη μέρα. Τελετουργικό και πομπώδες.
Αντί για βαρετούς παρουσιαστές και μισόγυμνες τραγουδίστριες παραδοσιακής μουσικής, είδα τους φίλους του μπαμπά στο τραπέζι, τη μαμά στην κουζίνα και η μικρή μου αδερφή μου στην κούνια. Σε άλλα κανάλια, οι ίδιες εικόνες από τις αναμνήσεις μου αναμειγνύονται με τις εκπομπές της νέας χρονιάς. Σηκώνομαι και πάω να δω το κρέας, δεν θα είναι σύντομα έτοιμο. Θέλω να φάω, να μεθύσω, να ξαπλώσω και να πέσω σε λήθη. Πριν τα μεσάνυχτα.
Από τα διπλανά διαμερίσματα, ακούω γέλιο και μουσική. Όλα γύρω μου, κι εγώ, σαν καταραμένος, κάθομαι μόνος με ένα μπουκάλι αλκοόλ, τους δαίμονες μου και τις απαίσιες αναμνήσεις εκείνης της νύχτας οπότε πίνω άλλη μία γουλιά κι απολαμβάνω το υγρό που φωτίζει τον λαιμό μου και ζεσταίνει την κοιλιά μου.

Μία σκιά γυρίζει μπροστά μου. Αυτός.
Τον βλέπω να περπατάει στον διάδρομο με κατεβασμένο το κεφάλι.
– «Πού πας, μπαμπά; Είδες το Fiat σου τώρα τελευταία;» ρωτάω κοροϊδευτικά.
Στέκεται στο πλατύσκαλο. Πίνω μία άλλη γουλιά και συνεχίζω:
– «Έχει ακόμα εκείνο το αυτοκόλλητο κάτω από το ραδιόφωνο που μου αγόρασες από το μίνι μάρκετ».
Δεν κουνιέται κι αρχίζει να δαγκώνει τα δάχτυλά του.
Οι πρώτες συγχορδίες ακούγονται από την τηλεόραση: τοLovemetender του Έλβις Πρίσλεϊ.
Ξανά πάλι καταστροφή, δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, έχουν γίνει πολλά τελευταία. Αυτό το τραγούδι ακουγόταν τότε, εκείνη την Παραμονή Πρωτοχρονιάς όταν ο μπαμπάς γύρισε σπίτι από το ορυχείο Κ-14, Άζρα.
Όλο ξεκαθαρίζουν γύρω μου, ίσως λόγω του αλκοόλ ή της ασυνήθιστης συμπεριφοράς του. Παρ' όλα αυτά, τα σύννεφα του τρόμου φεύγουν από την ψυχή μου και εξαφανίζονται για πάντα.
Δεν ήταν δικό του το λάθος. Το ήξερα, έκαιγε το υποσυνείδητό μου, αλλά δεν το παραδεχόμουν. Χρειαζόμουν την ενοχή του όπως ο αέρας που αναπνέω για να δικαιολογήσω τη δική μου.

Ο Έλβις τραγουδάει και με μεταφέρει σε εκείνη τη νύχτα.

Η μαμά φτιάχνει το κέικ και τραγουδά μαζί με τον Έλβις, η αδερφή μου χοροπηδάει γύρω από το τραπέζι και εγώ κάθομαι στο δωμάτιό μου διαβάζοντας κόμικς. Δεν μου άρεσε ο Έλβις και γι' αυτό δεν δίνω σημασία στην τηλεόραση. Με ενοχλεί το λαμπύρισμα από τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στο δέντρο που βάλαμε με τον μπαμπά.
Ξαφνικά η μαμά με φωνάζει να πάρω ένα μεγάλο μαχαίρι από το ντουλάπι τροφίμων, είναι στον δίσκο με τα άλλα κέικ. Στον θείο αρέσει το κέικ της μαμάς, το έφτιαξε ειδικά γι' αυτόν. Αυτή τη χρονιά θα γιορτάσουμε μαζί την Πρωτοχρονιά.
Προσποιήθηκα ότι δεν άκουσα εξαιτίας του Έλβις και του απαίσιου τραγουδιού του που μόλυνε τις γυναίκες του σπιτιού. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε «ποιος ξέρει, γιε μου, γυναίκες» και γελούσε, αλλά η μαμά μου κατσούφιαζε και του απαντούσε με άσχημα λόγια.
Η μαμά φωνάζει πάλι και ζητά το μαχαίρι. Τεμπέλικα, σηκώνομαι από τον καναπέ, διασχίζω τον διάδρομο προς το ντουλάπι τροφίμων, ανοίγω την πόρτα, βρίσκω το κουτί στο ράφι και το μαχαίρι από πάνω του. Ανοίγει η μπροστινή πόρτα. Ο μπαμπάς με προσπερνά, δεν με βλέπει και αφήνει μία δυσοσμία κάρβουνου κι αιθάλης. Παίρνω το μαχαίρι.
Δεν πήγε στο μπάνιο να πλυθεί, όπως κάνει πάντα όταν γυρίζει από τη δουλειά, αλλά πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Δεν είχε μαζί του καν τα δώρα που υποσχέθηκε. Σίγουρα τα άφησε στο Fiat. Τώρα, η μαμά θα τον μαλώσει που μπήκε στην κουζίνα με βρόμικα ρούχα.
Τον ακολουθώ κι ακούω τη μαμά να λέει:
– «Πήγαινε να πλυθείς, γιατί μπαίνεις έτσι μέσα;»
Ο πατέρας δεν απαντά. Συνεχίζει:
– «Είσαι μεθυσμένος; Για όνομα του Θεού, ο θείος θα έρθει σε λίγο κι εσύ...»

Δεν τελείωσε την πρότασή της. Ο πατέρας την πιάνει από το κεφάλι και χτυπάει το κεφάλι της στο τραπέζι. Η έκφραση του είναι σκληρή σαν πέτρα και τα μάτια του μαύρα σαν το κάρβουνο που ξεθάβει.
Η αδερφή μου αρχίζει να ουρλιάζει. Ο Έλβις τραγουδά για στοργή και αγάπη.
Τρομοκρατημένος, δεν φεύγω από την κουζίνα και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου, σαν ένα όνειρο που οι σκηνές του εκτυλίσσονται μπροστά μου. Ο πατέρας συνεχίζει, το κεφάλι της μαμάς είναι γεμάτο αίματα κι όταν το τραβάει και το χτυπά ξανά, βλέπω ότι το πρόσωπό της δεν υπάρχει πια. Εξαφανίστηκε στη λίμνη αίματος στο τραπέζι. Η αδερφή μου συνεχίζει να ουρλιάζει και να καλύπτει τα μάτια της.
Αφήνει τη μητέρα που πέφτει σαν ένα χαλί από τον φούρνο και στρέφεται προς την αδερφή μου. Ανασυγκροτούμαι, ανακτώ και πάλι τη δύναμη των ποδιών μου, περπατώ προς αυτόν προς την κουζίνα και φωνάζω «Σε παρακαλώ, μπαμπά, σταμάτα!».
Ο επαναλαμβάνω αμέτρητες φορές, αλλά ο μπαμπάς δεν ακούει. Αρπάζει την αδερφή μου, τη σηκώνει πάνω από το κεφάλι του και τη ρίχνει στο πάτωμα της κουζίνας με όλη του τη δύναμη.
Ο τρόμος έχει χαραχτεί για πάντα στη συνείδησή μου.
Η αδερφή μου κείτεται στο πάτωμα σαν τις κούκλες της. Τα μάτια της είναι ανέκφραστα, φαίνεται ότι η ζωή φεύγει από μέσα της. Βγαίνει αίμα από τα αυτιά της. Ο μπαμπάς γονατίζει και τη βαράει με τη γροθιά του. Σηκώνει τη γροθιά και χτυπά ξανά.
Η πλάτη του είναι γυρισμένη προς εμένα, νιώθω το βάρος του μαχαιριού στο χέρι μου, τα πόδια μου κινούνται και χώνω τη λεπίδα στην πλάτη του. Δεν νιώθει τη σουβλιά, συνεχίζει να χτυπάει την αδερφή μου χωρίς να υπολογίζει εμένα και την πληγή που του έκανα. Τον μαχαιρώνω και πάλι, αλλά δεν σταματά να χτυπά το αβοήθητο κορίτσι που η ζωή είχε φύγει ήδη από μέσα της.
Τελικά, καταρρέει στον λινοτάπητα, δίπλα στο μικροσκοπικό κορμί, νεκρός.
Το χέρι του θείου μου με αρπάζει, η θεία μου ουρλιάζει κι ο Έλβις τελειώνει το τραγούδι του.

Μία άλλη γουλιά από το μπουκάλι κατεβαίνει στον λαιμό καθώς δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της μητέρας μου, ούτε της αδερφής μου, αλλά θυμάμαι κάθε στιγμή εκείνης της νύχτας που τραγουδούσε ο Έλβις αυτό το τραγούδι.
Σκούπισα τα δάκρυα που δεν είχα σκουπίσει εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία κύλησαν όταν ικέτευa τον πατέρα μου να σταματήσει. Η ζωή στο ορφανοτροφείο τα έδιωξε.
Μέχρι τώρα.
Φοράει το πράσινο παλτό του, το λευκό του παντελόνι, ένα καπέλο στο κεφάλι του και στέκεται στο πλατύσκαλο, ακίνητος σαν ταφόπλακα. Ούτε κουνάει τα χέρια του ούτε ψιθυρίζει. Πρώτη φορά τον βλέπω να κάθεται εκεί, ακίνητος, σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου.

– «Μπαμπά» φωνάζω.
Γυρίζει αργά το κεφάλι του για να με αντικρίσει και τελικά, μετά από τόσα χρόνια, βλέπω τα μάτια του. Δεν είναι μαύρα όπως εκείνη τη νύχτα, αλλά καστανά και ζεστά, όπως ήταν πάντα. Κοιταζόμαστε για λίγες στιγμές, στιγμές που μου φάνηκαν τόσο μεγάλες, όσο και τα χρόνια που πέρασα χωρίς τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον πατέρα μου.
– «Μπαμπά, σε συγχωρώ. Σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Όλοι σε συγχωρούμε. Συγχώρεσέ με κι εσύ».
Δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό του. Με πλησιάζει, ανοίγει τα χέρια του και μου προσφέρει μία αγκαλιά.
Τον αγκαλιάζω, νιώθω τα χέρια του και αναπνέω τη γλυκιά μυρωδιά. Αναπνέω όλα τα προηγούμενα χρόνια, το χαμόγελο της μητέρας μου, την ομιλία της αδερφής μου, τον κήπο μας, την κούνια και το φτωχό σπίτι. Όλες τις βόλτες μας με το Fiat και τα κλεμμένα χρόνια από το Άζρα.
Η φωνή του, που δεν την είχα ακούσει τόσα χρόνια, ξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο.

– «Όλα καλά, γιε μου. Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω».
Μετά, εξαφανίζεται. Όπως κι η μυρωδιά του.

– «Πατέρα;»
Δεν παίρνω απάντηση.
Ξαφνικά, νιώθω κενός και μία μεγάλη λαχτάρα, αλλά αυτά τα συναισθήματα δεν είναι τίποτα μπροστά στην ανακούφιση της συνείδησής μου, ένα πηγάδι όπου όλη η ενοχή, η μετάνοια κι η θλίψη βυθίζονται, αν και ξέρω ότι το ορυχείο μού άφησε σημάδια τρόμου κι ότι κάτι με στοιχειώνει ακόμα.

Το τηλέφωνο είναι στο τραπέζι. Το αρπάζω και σχηματίζω έναν αριθμό, τώρα δεν θέλω να είμαι μόνος μου.

– «Είναι πολύ αργά για μένα;»
Δεν παίρνω αμέσως απάντηση, είναι σοκαρισμένη.

– «Φυσικά κι όχι. Βιάσου, είμαι πολύ χαρούμενη».
Κλείνω το τηλέφωνο, ετοιμάζομαι και ψάχνω τον μπαμπά, αλλά δεν τον βρίσκω.
Έφυγε για πάντα.
Αλλά η ζωή είναι ακόμη εκεί, όπως κι η ευτυχία. Ξέρω τι να την κάνω.
Παρόλο το ορυχείο Κ-14, Άζρα.

Конец ознакомительного фрагмента.
Текст предоставлен ООО «ЛитРес».
Прочитайте эту книгу целиком, купив полную легальную версию (https://www.litres.ru/pages/biblio_book/?art=64891836) на ЛитРес.
Безопасно оплатить книгу можно банковской картой Visa, MasterCard, Maestro, со счета мобильного телефона, с платежного терминала, в салоне МТС или Связной, через PayPal, WebMoney, Яндекс.Деньги, QIWI Кошелек, бонусными картами или другим удобным Вам способом.